-
1 регенерация
1. тех. η αποκατάσταση, η επανόρθωση, η ανάκτηση, η αναγέννηση, η ανάπλαση, η αναζωογόνηση- серебра (из фик-сажей) кфт. η (επ)ανάκτηση του αργύρου/ασημιού2. (нагрев газа или воздуха, поступающих в печь, отработанными продуктами горения) η προθέρμανση (μέσω της επανακτημένης θερμότητας) 3. биол. η αναγέννηση, η αναδημιουργία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > регенерация